- ὀλέκουσιν
- ὀλέκωruinpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)ὀλέκωruinpres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολέκω — ὀλέκω και ὀλέσκω (ΑΜ) 1. (συν. για πρόσ.) επιφέρω όλεθρο, καταστρέφω, αφανίζω, εξολοθρεύω («oἱ δ αλλήλους ὀλέκουσιν», Ομ. Ιλ.) 2. φονεύω 3. παθ. ὀλέκομαι (ιδίως σχετικά με βίαιο θάνατο) πεθαίνω, χάνομαι, αφανίζομαι («ὀλέκομαι πνεύματι φερόμενος,… … Dictionary of Greek